Lacrimae rerum

Ο εργάτης περπατά μόνος του σε έναν σκοτεινό δρόμο πίσω από το εργοστάσιο. Είναι μια ήρεμη νύχτα και ο μόνος ήχος είναι τα βήματα του στον βρώμικο χωματόδρομο. Σκέφτεται τη ζωή του και το πώς δεν ένιωσε ποτέ ότι ανήκε πουθενά. Πάντα δούλευε σκληρά, αλλά ποτέ δεν φαινόταν να είναι αρκετό. Ένα σκοτεινό κενό γεμίζει τη σκέψη του. Καθώς περπατάει, προσπαθεί να θυμηθεί την τελευταία φορά που ένιωσε ευτυχισμένος, αλλά δεν φαίνεται να θυμάται ούτε μια περίπτωση. Καθώς ο εργάτης έφευγε από το εργοστάσιο, δεν μπορούσε να μην κοιτάξει πίσω. Το κτίριο ήταν μια ογκώδης μάζα από μέταλλο και καπνό που φαινόταν να αψηφά τους νόμους της φύσης. Οι χαοτικές γωνίες και τα σκουριασμένα μηχανήματα προκάλεσαν ρίγη στη σπονδυλική στήλη του. Πάντα φοβόταν το μέρος, από τότε που ήταν παιδί. Το ξεθωριασμένο μπεζ χρώμα το έκανε να φαίνεται άρρωστο, δεν ήξερε αν ήταν η σωστή λέξη για να το περιγράψει αλλά του φαινόταν σαν το χρώμα αρρωστημένου δέρματος. Ακόμα και απ' έξω, το εργοστάσιο μύριζε έντονα καυστικά χημικά αλλά και μια αηδιαστική γλυκειά μυρωδιά, σαν χαλασμένα φρούτα. Από μακριά έμοιαζε με καρκινική ανάπτυξη, κάτι που έπρεπε να είχε καταστραφεί εδώ και πολύ καιρό. Ξεκίνησε σαν μια μικρή βιοτεχνία αλλά άρχισε να εξαπλώνεται στην πεδιάδα έξω από το χωριό, να καταναλώνει έδαφος και δέντρα και να παράγει τι; Το εργοστάσιο παράγει ανύπαρκτα πράγματα. Κάποιοι εργάτες ψιθυρίζουν ότι το εργοστάσιο παράγει προιόντα που δεν βγάζουν κανένα νόημα, άμορφα αντικείμενα χωρίς εμφανή χρησιμότητα. Κανένας δεν ξέρει με σιγουριά. Δεν υπάρχει σαφή γραμμή παραγωγής αλλά αντίθετα, κλειστές μεταλλικές μηχανές και πρέσες που λειτουργούν ακόμα και σήμερα χειροκίνητα. Ότι βγαίνει από τις μηχανές μένει κρυμμένο και τοποθετείται απ΄ευθείας σε σκούρα ξύλινα κιβώτια που μεταφέρονται με φορτηγά σε άλλα μέρη. Όσοι έχουν ακουμπήσει τα κιβώτια λένε ότι έχουν μάζα και βάρος αλλά μοιάζουν αφύσικα όταν τα ακουμπάς. Σαν να αλλάζει η προοπτική σου και όλα να είναι στραβωμένα, οι ευθείες γραμμές γίνονται τεθλασμένες και ο χώρος τριγύρω μοιάζει ρευστός. Μια αίσθηση άμεσης καταστροφής και θλίψης σε γεμίζει και δεν μπορείς να μείνεις κοντά τους για πολύ. Φήμες; Ίσως. Άλλοι λένε ότι το εργοστάσιο απλώς καταστρέφει οτιδήποτε μπαίνει μέσα, πρώτες ύλες αλλά και ανθρώπους. Ένα αίσθημα τρόμου τον κυριεύει καθώς σκέφτεται τι μπορεί να κρύβεται ανάμεσα στις σκιές, στον χωματόδρομο που οδηγεί από το εργοστάσιο στο σπίτι του. Έβλεπε την ανάσα του στον κρύο νυχτερινό αέρα, αλλά το σώμα του ίδρωνε. Είπε στον εαυτό του να παραμείνει ήρεμος και να επικεντρωθεί στο να γυρίσει σπίτι με ασφάλεια. Αλλά με κάθε βήμα που έκανε, οι σκιές έμοιαζαν να μακραίνουν και τα πάντα να σκοτεινιάζουν. Έμοιαζαν να του ψιθυρίζουν και να γελούν καθώς αντέγραφαν κάθε του κίνηση. Τις έβλεπε πραγματικά ή ήταν αποκύημα του κουρασμένου του μυαλού; Μια ψευδαίσθηση, ένα παιχνίδι του σκοταδιού και της μοναξιάς; Ακόμα και να ήταν στην φαντασία του, η ιδέα και μόνο ήταν αποπνικτική και καταπιεστική. Υπήρχε κάτι απόκοσμο σε αυτό το μέρος, κάτι σαδιστικο. Κοίταξε πίσω του και είδε ένα μια φουρτουνιασμένη θάλασσα από σκοτάδι να τον πλησιάζει. Τα κύματα είχαν ανθρώπινες μορφές, τα μέλη τους έσπαγαν σε νέα μέλη και τα κεφάλια τους ούρλιαζαν αθόρυβα. Τότε άρχισε και το ανελέητο σφυροκόπημα ενός πρωτόγνωρου πονοκέφαλου. Προσπάθησε να σφίξει το κεφάλι του για να σταματήσει, αλλά ο πόνος ήταν αμείλικτος. Τον χτύπησε σαν το μαύρο κύμα που τον κυνηγούσε, προκαλώντας του ναυτία και ζαλάδα. Έπρεπε να ξεφύγει. Άρχισε να τρέχει. Οι σκιές τον ακολουθούσαν, αλλά ήταν αποφασισμένος να τους ξεφύγει. Έτρεχε όλο και πιο γρήγορα μέχρι που του κόπηκε η ανάσα, αλλά οι σκιές ήταν ακόμα εκεί. Έπρεπε να συνεχίσει να προχωράει, όσο κουρασμένος κι αν ήταν. Οι σκιές προσπάθησαν να τον κρατήσουν πίσω, τις αισθανόταν να κολλάνε πάνω του σαν ένα λιγδιασμένο δεύτερο δέρμα, να το βαραίνουν. Δεν ήξερε πλέον που βρίσκεται. Αυτός δεν είναι ο δρόμος του, δεν είναι το σπίτι του. Ο πανικός τον έκανε να χάσει τον βηματισμό του. Έπεσε με δύναμη στο χώμα. Ένιωθε τα κρύα χέρια τους πάνω του, να τον τραβούν στο σκοτάδι. Πολέμησε με όλες του τις δυνάμεις, αλλά ήταν μάταιο. Το στόμα του ήταν γεμάτο αίμα από το τραύμα της πτώσης. Γύρισε να αντικρίσει τις σκιές, μαύρα στίγματα γέμισαν την όρασή του. Άρχισε να ουρλιάζει μόλις συνειδητοποίησε τι έβλεπε. Δεν ήταν σκιές, ήταν σκοτεινές αντανακλάσεις του εαυτού του στο άπειρο να τον τραβάνε πίσω στο εργοστάσιο. Έσφιξε τα δόντια του και προσπάθησε αλλά ήταν αργά. Μπροστά του έβλεπε τον εαυτό του σαν φράκταλ να προσπαθεί να ξεφύγει, άπειρες φορές και άπειρες φορές να χάνει τη μάχη. Βυθίστηκε σε μια ασαφή, άυλη καταιγίδα σκέψεων. Έκλεισε τα μάτια του. Το επόμενο πρωί ξύπνησε στο εργοστάσιο σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Να ήταν όλα ένα όνειρο; Μπροστά του βρίσκοταν ένα ανοιγμένο ξύλινο κουτί. Από αυτά που έφευγαν καθημερινά από το εργοστάσιο. Πλησίασε και κοίταξε μέσα: Το κουτί ήταν γεμάτο από μαύρα προσωπεία, προσωπεία που είχαν τα χαρακτηριστικά του.
x

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Dig Your Own Hole