Dig Your Own Hole


Νομίζω η πρώτη φορά που το παρατήρησα ήταν στην αλάνα έξω από το σπίτι μου. Τότε μου φάνηκε αστείο, μια μικρή λεπτομέρεια της καθημερινότητας που σβήστηκε από το μυαλό μου. Ένα μικρο παιδί, ένα αγοράκι πέντε - το πολύ έξι ετών με τη μητέρα του. Το αγοράκι να σκάβει με τα χέρια του το ξερό χώμα της αλάνας. Όχι με κάποιο από αυτά τα πλαστικά παιδικά φτυαράκια ή κάποιο ξύλο, αλλά με τα χέρια του. Η μητέρα του μίλαγε έντονα στο κινητό της και περπατούσε αμήχανα κάνοντας κύκλους τριγύρω του. Για μια στιγμή σταμάτησε και πρόσεξε τα γεμάτα χώμα χέρια του παιδιού. Τα ρούχα του που είχαν λερωθεί. Τα γόνατά του. Δεν το είχε πάρει χαμπάρι; Του φώναξε να τελειώνει με το σκάψιμο και τις χαζομάρες και το τράβηξε από το μπλουζάκι. Αλλά για μια στιγμή, μόνο για μια στιγμή κοντοστάθηκε και ακούμπησε το χώμα, τη μικρή τρύπα που είχε ανοίξει το παιδί. Σαν ένα διερευνητικό άγγιγμα. Και μετά πήρε το παιδί της έφυγε.

Τριάντα επτά. Χωρισμένος εδώ και πέντε χρόνια, ανεργος εδώ και τρία, κατάθλιψη εδώ και δύο. Φωτορεπόρτερ σε εφημερίδα. Πρώην φωτορεπόρτερ σε εφημερίδα. Ο συνδυασμός ανεργίας και κατάθλιψης είναι εξαιρετικός. Ιδιαίτερα όταν η μοναδική πηγή εσόδων σου είναι η ευτυχία των άλλων. Μια αρπαχτή σε κάνα γάμο, σε βαφτίσια, κάτι χαζές φωτογραφίσεις για βιογραφικά. Τι κάνω τώρα; Που ακριβώς βρίσκομαι; Έχεις αρκετό χρόνο να το σκεφτείς. Μετά από ένα σημείο μαθαίνεις στην ανεργία, μαθαίνεις στην απραξία. Κάθεσαι και χαζεύεις την τηλεόραση. Netflix and chill χωρίς το chill. Δεν ακούς και δεν προσέχεις. Χαζεύεις. Δεν υπάρχει καλύτερη λέξη να το περιγράψεις. Απλά βρίσκεται εκεί και εσύ απέναντί της, το εκτελεστικό απόσπασμα. Πυροβόλο ιδεών. Και βλέπεις τις εικόνες να περνάνε απέναντί σου, καθρεφτίσματα μιας ζωής που δεν μπορείς να αγγίξεις επειδή είσαι ή αισθάνεσαι άχρηστος. 

Δεν έχω καταλήξει ακόμα για το αν είμαι ή αισθάνομαι άχρηστος.

Ηθοποιοί, τραγουδιστές, διάσημοι, μοντέλα, πολιτικοί. Τα top trends. Τι είναι ιν και τι όχι. Εκεί ήταν η δεύτερη φορά που το πρόσεξα. Ήταν εκεί, στην τηλεόραση, μια μικρή λεπτομέρεια. Το έπιασε το μάτι του φωτογράφου ή η παράνοια μου;

Η νέα γυμναστική μόδα που έχει συνεπάρει τον κόσμο. Μια χαζή είδηση σε ένα πρωινάδικο. Ένα βίντεο με μερικούς πιτσιρικάδες να έχουν πάρει φτυάρια και να σκάβουν σαν μανιακοί σε μια αυλή. Είχαν ανοίξει μια τρύπα, ιδρωμένοι, η σκόνη κολλημένη πάνω τους. “Συνδυάζεις τη γυμναστική με το σκάψιμο” είπε ο ένας και όλοι γέλασαν. Δεν ήταν καν αστείο. Αλλά μάλλον αυτό πρέπει να κάνεις όταν είσαι στην τιβί. Να γελάς. Οι πιτσιρικάδες συνέχισαν το σκάψιμο ενώ η παρουσιάστρια σχολίαζε την είδηση. Τα λόγια της ήταν ήδη θόρυβος μέσα στο μυαλό μου. Είχα αποσπαστεί εντελώς στις σκέψεις μου και αδιαφορούσα για τα υπόλοιπα. Η νέα μόδα που έχει συνεπάρει τον κόσμο. Δεν έβγαζε νόημα. Ήταν σαν να έβλεπα μια παρωδία της πραγματικότητας, όπως όταν κοιτάς κάτι γνώριμο και ξαφνικά σου φαίνεται ξένο, στρεβλό. Πως γίνεται να είναι μόδα; Ποιοί και γιατί κάθονται και σκάβουν αντί να κάνουν γυμναστική; Και γιατί να είναι κάτι που αξίζει την προβολή στην τηλεόραση;

Μέσα σε λίγες εβδομάδες είχα απάντηση για τα ερωτήματά μου. Αυτή η χαζομάρα γιγαντώθηκε. Έγινε μόδα. Τουλάχιστον για την τηλεόραση και το διαδίκτυο. Μουδιασμένος μέσα στις σκέψεις μου έβλεπα διάσημους και άσημους να φτυαριζουν κήπους, χωράφια, παραλίες. Vlogger και youtubers να ανεβάζουν ακατάπαυστα βίντεο με συμβουλές. Παρωδίες, τραγούδια, άρθρα, διαφημίσεις, μια ολόκληρη βιομηχανία άνθισε πάνω σε αυτό το φαινόμενο. Και εγώ να απορώ. Τίποτα από αυτά δε μου έκανε καμία εντύπωση. Άλλο ένα τρεντ που θα περάσει. Άλλη μια εφήμερη χαζομάρα. Έκανα λάθος.

Δεν ήταν τρεντ. Ήταν viral. Επιδημία. Πολύ γρήγορα το φαινόμενο γιγαντώθηκε. Και δεν μπορείς να ρίξεις το φταίξιμο στα μέσα. Ήταν κάτι άλλο. Κάτι ανησυχητικό. Το έβλεπες παντού γύρω σου. Χώματα, λακουβίτσες. Ο γείτονάς μου με την οικογένειά του να σκάβουν κάθε απόγευμα μέχρι εξαντλήσεως να έχουν μετατρέψει την μικρή αυλή τους σε εργοτάξιο. Υπήρχαν αναφορές για ανθρώπους που παράτησαν τη δουλειά τους για να σκάβουν. Folie à deux. Ίσως μαζική υστερία ίσως τρέλα, ίσως ένας ιός. Έμοιαζε να συμβαίνει σε όλο τον κόσμο ταυτόχρονα. Μήπως υπερέβαλλα; Μήπως η δική μου απάθεια με έκανε υπερευαίσθητο και αρνητικό σε όλα; Και τι να κάνω; Να ακολουθήσω το ρεύμα και να αρχίσω να σκάβω; Ήταν παρανοϊκό. Δεν έβγαζε νόημα. Εκείνη τη στιγμή θυμήθηκα το παιδάκι, τη μητέρα του, την αντίδρασή της.

Μέσα σε μια εβδομάδα ο κόσμος κατέρρευσε. Όχι από πόλεμο, φωτιές, πλημμύρες ή καταστροφές. Ούτε από βιομηχανικό ατύχημα, πυρηνική καταστροφή ή λιώσιμο των πάγων. Ο πλανήτης, η ανθρωπότητα κατέρρευσε από μια ιδέα που καρφώθηκε στο μυαλό μας. Όπου και να κοιτάξεις τριγύρω σου άνθρωποι να σκάβουν. Με χέρια, με εργαλεία. Υπήρξαν μια σειρά από αναφορές στις ειδήσεις για επιστήμονες, ψυχολόγους, γιατρούς, να προσπαθούν να το εξηγήσουν, να βρουν κάποια άκρη για αυτή τη μανία αλλά ήταν ήδη αργά. Τους έβλεπες ιδρωμένους, παγωμένους να προσπαθούν να αντισταθούν στην ιδέα. Την ίδια μέρα σταμάτησε η τηλεόραση. Το ίδιο βράδυ ο ηλεκτρισμός. Έπρεπε να φύγω. Έπρεπε να πάω κάπου αλλού, μακριά από όλους. Να πάρω το αυτοκίνητο και να εξαφανιστώ. Οι γείτονές μου χτύπαγαν συνέχεια την πόρτα ουρλιάζοντας να τους βοηθήσω. Δεν έτρωγαν, δεν έπιναν, μόνο έσκαβαν. Λερωμένοι, ματωμένα χέρια. Δε θύμιζαν σε τίποτα τους ανθρώπους που ήταν μέχρι πριν από μερικές μέρες.

Προσπάθησα να κοιμηθώ αλλά ο ύπνος δεν ερχόταν. Στο μυαλό μου ένα απέραντο κενό παγωμένου φόβου. Το επόμενο πρωί πήρα μερικά μπουκάλια νερό, μερικά τρόφιμα που βρήκα στο σπίτι και έφυγα. Οι δρόμοι άδειοι. Έρημοι. Μερικά αυτοκίνητα παρατημένα αριστερά και δεξιά. Και δίπλα τους άνθρωποι να σκάβουν. Πάτησα γκάζι. Ήθελα να ξεφύγω. Να εξαφανιστώ. Να αποφύγω τη μόλυνση. Την ίδια ιδέα φαίνεται ότι είχαν και άλλοι. Μόνο που ίσως να ήταν η λάθος ιδέα. 

Είδα ανθρώπινα καραβάνια, λερωμένα σώματα από χώμα και ιδρώτα να περπατάνε άβουλα. Χωρίς δυνατότητα επικοινωνίας. Όποια στροφή, όποιο δρόμο και να έπαιρνα δεν μπορούσα να τους αποφύγω. Ήταν παντού. Ο καθένας τους είχε όνειρα, ελπίδες σκέψη, οικογένεια και φίλους, τώρα όλα είχαν εξαφανιστεί, διαγραφεί από μια ιδέα. Το μόνο που τους ένοιαζε ήταν να σκάβουν. Αδιαφορούσαν για το σώμα τους, αδιαφορούσαν για εμένα. Κάθε λίγο και λιγάκι έπεφταν στα τέσσερα και έσκαβαν. Με ματωμένα χέρια. Να ουρλιάζουν από πόνο και να συνεχίζουν. 

Συνέχισα τον δρόμο. Στο μυαλό μου ήταν τα τσιγάρα. Είχαν μείνει μόνο δύο στο πακέτο. Αν αυτό ήταν το τέλος του κόσμου θα έμενα χωρίς τσιγάρα. Αποφάσισα να καπνίσω το ένα. Παρατήρησα τον καπνό του τσιγάρου καθώς έπαιζε με τον ήλιο  Οχι. Λάθος  Στο βάθος της εθνικής οδού ο ήλιος έδυε μέσα σε ένα σύννεφο σκόνης. Ένιωσα το αίμα να φεύγει από το κεφάλι μου, χέρια και πόδια να μουδιάζουν. Τότε το κατάλαβα. 

Δεν έφευγα μακριά από τον κίνδυνο αλλά πήγαινα κοντά του.. Δεν ήταν επιλογή μου. Κάτι με πίεζε, με έσπρωχνε προς αυτόν. Προς το τέλος. Τη δύση. Και τότε, πλησιάζοντας αργά με το αμάξι είδα την αιτία της σκόνης. 

Μια τεράστια τρύπα στο έδαφος, πάνω από πέντε χιλιόμετρα διάμετρος. Σαν αντίστροφο βουνό. Εκατοντάδες, χιλιάδες άνθρωποι να σκάβουν. Σκόνη και μια μυρωδιά θανάτου. Άνδρες, γυναίκες, μικρά παιδιά, ηλικιωμένοι. Να σκάβουν με τα χέρια. Όσοι αντέχουν ακόμα. Όσοι δεν άντεξαν, όσοι δεν τα κατάφεραν είχαν αρχίσει να σαπίζουν. Σαν μυρμήγκια που φτιάχνουν τη φωλιά τους, μια αφύσικη μηχανή καταστροφής να ανοιγει μια πληγή στην επιφάνεια του πλανήτη. 

Το ένιωσα σαν ένα κύμα που με παρέσερνε, ένας όγκος νερού που με τραβούσε βαθιά στο βυθό. Έπρεπε να μπω μέσα. Έπρεπε να φτάσω στο τέλος. Άρχισα την κατάβαση. Κανένας δε μου έδινε σημασία. Όλοι ήθελαν να πλατύνουν και να βαθύνουν την τρύπα. Λίγο βαθύτερα κάποιοι είχαν ανάψει φωτιές. Ανθρώπινα σώματα στην πυρά να φωτίζουν το έκτρωμα. Εγώ όμως δεν ένιωθα τίποτα. Όλα τα συναισθήματα μου όλες οι σκέψεις μου είχαν εξαφανιστεί. Το μόνο που έμενε ήταν η περιέργεια. Τι υπάρχει στο τέλος. 

Καθώς πλησίαζα όλο και πιο βαθιά οι άνθρωποι λιγόστευαν. Το σκοτάδι μεγάλωνε. Το φως από τις φωτιές ήταν ισχνό. Μόνος οδηγός μου ο, μόνη συντροφιά ο λυσσασμένος θόρυβος των ουρλιαχτών και του σκαψίματος. Και εγώ να απομακρύνομαι από τον ίδιο μου τον εαυτό, από το Είναι μου, τις σκέψεις, την προσωπικότητά μου. Κάθε τι που με έκανε αυτό που είμαι να σβήνει, να διαγράφεται από μια αδιαφορία.

Έφτασα στο τέλος. Ήταν η είσοδος μιας μικρής σπηλιάς. Βουλωμένη με χώμα και πέτρες. Αυτό ήταν; Αυτό είναι το τέλος; Άναψα το τελευταίο τσιγάρο και άρχισα το σκάψιμο. Οτιδήποτε είναι κρυμμένο μέσα στη σπηλιά, θεός ή δαίμονας ή ίσως απολύτως τίποτα, είχε αρκετή δύναμη να μας επηρεάσει όλους. Να βάλει μια ιδέα μέσα στο μυαλό μας. Να μας κάνει να αυτοκαταστραφούμε κανοντας το πιο απλό και χαζό πράγμα στον κόσμο: σκάβοντας.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Lacrimae rerum